ανάμελος
Смотреть что такое "ανάμελος" в других словарях:
ανάμελος — η, ο επίρρ. α (στερητ. α + μέλει = νοιάζεται, φροντίζει), αδιάφορος, νωθρός: Του πηγαίνουν όλα στραβά, γιατί είναι άνθρωπος ανάμελος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάμελος — και ανέμελος, η, ο αδιάφορος, αφρόντιστος, ατημέλητος, ξένοιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα *, ανε * στερ. + μέλει. ΠΑΡ. αναμελεύω, αναμελιά, αναμελώ] … Dictionary of Greek
αναμελεύω — [ανάμελος] είμαι αμελής, αμελώ, παραμελώ (βλ. και αμελεύω) … Dictionary of Greek
αμελιά — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1922. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 13,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 9,5. O … Dictionary of Greek
ανέμελος — η, ο κ. ανάμελος, η, ο 1. εκείνος που δεν εχει κανένα μέλημα, ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελής, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε στερ.. + μέλω «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
αναμελιά — και ανεμελιά, η [ανάμελος] αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά, ατημελησία, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
αναμελώ — ( άω) (Μ ἀναμελῶ) [ἀνάμελος] δεν φροντίζω για κάτι, αδιαφορώ, παραμελώ … Dictionary of Greek
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
ανέμελος, -η — ο ανάμελος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)